- ομόσε
- ὁμόσε (Α)επίρρ.1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» — έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον ή σε κάτι («ὁμόσε βαδιεῑται τῷ Παρμενίδου λόγῳ», Αριστοτ.)β) «ὁμόσε ἔρχομαι [βαδίζω, χωρῶ]» — έρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιουγ) «ὁμόσε ταῑς λόγχαις ἔρχομαι» — βαδίζω, ορμώ στη μάχηδ) «ὁμόσε θέω [φέρομαι]» — τρέχω, σπεύδω με σκοπό να συναντήσω κάποιονε) «ὁμόσε ἔρχομαι τοῑς ἐρωτήμασιν» — φτάνω σε τελική συζήτηση με τη διαδικασία υποβολής ερωτήσεωνστ) «ὁμόσε πορεύομαι» — κλίνω προς συμφωνία, έρχομαι σε συμβιβασμό5. (με άρθρ. ως ουσ.) τo ὁμόσετο ομαλό, έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδαμό-σε, πολλαχό-σε)].
Dictionary of Greek. 2013.